Τετάρτη 24 Μαρτίου 2021

Οδοιπορώντας στον λόφο και στα φαράγγια της Ελεύθερνας


Φυσικό και πολιτισμικό περιβάλλον

 

Σπήλαια

Πανίδα

Χλωρίδα

Αρχαιότητες (Ορθή Πέτρα, Κατσιβέλος, Πυργί)

Διαχείριση νερού

Γέφυρες

Θρησκευτικά μνημεία

Αρχιτεκτονική

 

 

Τεχνητά σπήλαια περιοχής Ελεύθερνας Μυλοποτάμου[1].

 

Χάρης ΣΤΡΑΤΙΔΑΚΗΣ

Τοπικό Τμήμα Δυτικής Κρήτης Ελληνικής Σπηλαιολογικής Εταιρείας, οδός Καστρινάκη 5,

74 100 ΡΕΘΥΜΝΟ

 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

 

Στην εισήγηση που ακολουθεί παρουσιάζονται 14 επώνυμα τεχνητά σπήλαια του φαραγγιού της αρχαίας Ελεύθερνας. Μερικά από αυτά διανοίχθηκαν κατά την αρχαιότητα ως λατομεία οικοδομικού υλικού και άλλα αρχικά ως λατομεία και στη συνέχεια χρησιμοποιήθηκαν ως δεξαμενές νερού. Αρκετά χρησιμοποιήθηκαν ως οικογενειακοί τάφοι και μερικά έχουν μετασκευαστεί σε εκκλησίες. Ένα από τα σπήλαια διανοίχτηκε ως στοά υδρομάστευσης και ένα άλλο για την αποκομιδή υδραυλικού χώματος. Δεδομένης της συγκέντρωσής τους, μαζί με δεκάδες άλλα τεχνητά σπήλαια-τάφους, σε μικρή γεωγραφική περιοχή και των χρήσεων που απέκτησαν κατά περιόδους, αποτελούν ένα αξιόλογο σπηλαιολογικό αλλά και αρχαιολογικό και λατρευτικό σύνολο. Η εισήγηση περιλαμβάνει την παρουσίασή τους, εικονογράφηση, σχεδιαστικές απεικονίσεις και βιβλιογραφική τεκμηρίωση.

 

ABSTRACT

In the following suggestion we present 14 known caves of ancient Eleftherna’s gorge. Some of them were opened during the ancient times and they were used as building materials quarries. Some others were used as quarries at first and them they were used as water tanks. A number of them were family graves and others have changed into churches. On of the caves was opened in order to be a gallery of taking water and another one was opened to collect the water –tight soil. Because of the gathering of these caves and many other artificial caves-graves in a confined geographic area and their use in different time periods, they compose a remarkable speleological, archeological and devotional whole. The suggestion includes the presentation of these caves, iconography, designed portrayals and bibliographical substantiations.

 

 

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Η περιοχή των υδραγωγείων και των ρωμαϊκών νεκροταφείων της αρχαίας Ελεύθερνας[2], περιοχή αυξημένου σπηλαιολογικού, αρχαιολογικού, λατρευτικού και φυσιολατρικού ενδιαφέροντος, βρίσκεται στην πρώην επαρχία Μυλοποτάμου και στα όρια των Δήμων Γεροποτάμου και Αρκαδίου.

Η περιοχή αυτή έχει σε γενικές γραμμές ως όριό της στα βόρεια τον ελληνιστικό πύργο της Ελεύθερνας (Ανεμόμυλος), στα νότια τη νοητή ευθεία των περιοχών Μνήματα-Αγία Παρασκευή-οικισμός Λαγκά, στα ανατολικά τον υδροκρίτη της Αγίας Κυριακής και στα δυτικά τη νοητή ευθεία των οικισμών Ελεύθερνα-Αλφά (εικόνα 1).  Η εστίαση της εισήγησης στην περιορισμένη αυτή περιοχή γίνεται για λόγους συντομίας, αφού τεχνητά σπήλαια (λαξευτοί τάφοι τα περισσότερα) βρίσκονται διεσπαρμένα σε πολύ ευρύτερο γεωγραφικό χώρο, όπως στα πρανή του λόφου που κορυφώνεται στην περιοχή του Αγίου Ανδρέα-αντερείσματα Κορακιές στα ανατολικά (Γουμένου Σπήλιος[3], εικόνα 2), μια περιοχή που βρίσκεται απέναντι από την ανασκαφή στην περιοχή Κατσιβέλος (ανατολικός τομέας), και στα νότια, στο Καλό Νερό (εικόνα 3) και στον Άγιο Αντώνιο της Αρχαίας Ελεύθερνας, στην περιοχή Ελάρους (ΑΣΜΚ 1577, εικόνα 4). Τεχνητά σπήλαια εντοπίζονται και σε ακόμη μεγαλύτερη ακτίνα, όπως στα ΒΔ του οικισμού Τριπόδος το σπήλαιο του Αγίου Ονουφρίου (ΑΣΜΚ 1529, εικόνα 5), στα βόρεια του οικισμού Λαγκά του Κατσαρά ο ΣπήλιοςΤσερβομανόλη Σπηλιάρι) και στις Μαργαρίτες το ημιλαξευτό σπήλαιο του Αγίου Αντωνίου (ΑΣΜΚ 2176) [4].

Τα τεχνητά σπήλαια που διανοίγονται στην παραπάνω περιοχή, ιδιαίτερα οι Στέρνες, παρουσιάζουν διαχρονικό ενδιαφέρον. Τα επισκέφθηκαν αρκετοί περιηγητές, από τον 15ο μέχρι και τον 19ο αιώνα, με πιο γνωστούς τον Χριστόφορο Μπουοντελμόντι το 1415 και τον πλοίαρχο Σπρατ, το 1865. Ο Χριστόφορος Μπουοντελμόντι παρομοίασε σε μέγεθος τις Στέρνες, την πρώτη με την Σάντα Μαρία και τη δεύτερη με τον Άγιο Στέφανο της Φλωρεντίας (Μπουοντελμόντι 1983, 76). Ο πλοίαρχος Σπρατ κατέβηκε και χαμηλότερα στο φαράγγι για να επισκεφθεί την Ελληνική Καμάρα της Ελεύθερνας και γνώρισε, έτσι, το σπήλαιο του Αγίου Αντωνίου (Spratt 1865, 189, Πετρουλάκης 1914, 230-232 και Στρατιδάκης 1995, εικόνα 5).

Θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι το ρωμαϊκό αυτό νεκροταφείο της Ελεύθερνας, έξω από τα όρια της αρχαίας πόλης, αριστερά και δεξιά της προσπέλασης σ’ αυτήν, δεν έχει σχέση με το κατά πολύ προγενέστερο γεωμετρικό-αρχαϊκό νεκροταφείο στη θέση Ορθή Πέτρα (εικόνα 6), που έχει γίνει ιδιαίτερα γνωστό από τα ευρήματα της ανασκαφής του καθηγητή Νίκου Σταμπολίδη (δυτικός τομέας) και ιδιαίτερα από τις ταφικές του πυρές (πιο πρόσφατη δημοσίευση: Σταμπολίδης 2004).

Το μήκος της ερευνώμενης περιοχής φτάνει τα 2 χιλιόμετρα και το πλάτος της το 1,5. Χαρακτηριστικό για την πρώτη χρήση των περισσότερων από τα σπήλαια είναι το τοπωνύμιο Χάρου το Πλάι, που αποδίδεται στην προς δυσμάς παρειά του φαραγγιού, όπου και η κατά πολύ μεγαλύτερη συγκέντρωση λαξευτών τάφων. Η αριστερή παρειά είναι γνωστή με το όνομα Αγγουρές.

Το τοπωνύμιο της περιοχής Χαλοπότα, από την οποία και αρχίζει να εκτείνεται προς βορρά το νεκροταφείο, ετυμολογήθηκε εύστοχα πριν αρκετά χρόνια από τον Κώστα Ξεξάκη από τη σύνθετη λέξη Διχαλοπόταμος, αφού μάλιστα εκεί ακριβώς ενώνονται τα δύο ρυάκια, που καθιστούσαν σχεδόν απόρθητη την αρχαία Ελεύθερνα[5]. Στην πραγματικότητα ελάχιστα παραπάνω, στην κοίτη του δυτικού ρυακιού από αυτά, στην περιοχή Άη Γιώργης-Λυγαρές, συμβάλλει ένα ακόμη ρεύμα, με πολύ μεγάλη κλίση, που δημιουργεί καταρράκτες σε περιόδους βροχοπτώσεων (εικόνα 7). Τα δύο άλλα, τα βασικά υδάτινα ρεύματα είναι γνωστά με τα ονόματα Φαραγγίτης ή Αγίας Κυριακής το ανατολικό και Χαλοπότας ή του Καλού Νερού το δυτικό.

Κυρίαρχο πέτρωμα της περιοχής είναι ο λεπτόκοκκος υπόλευκος μαργαϊκός ασβεστόλιθος, μειοκαινικής ηλικίας, που από τους εντόπιους ακούγεται ως αλφόπετρα, από το όνομα του κοντινού οικισμού Αλφά (Πλατάκης 1981β, 123, 144), όπου και λειτουργεί λατομείο εξόρυξής του στην περιοχή Πετροκοπιό.

Όπως είναι φυσικό, η ευρύτερη περιοχή των τεχνητών σπηλαίων παρουσιάζει έντονο αρχαιολογικό ενδιαφέρον. Συστηματική ανασκαφή δεν έχει γίνει σε κανένα από αυτά. Μόνο στο έδαφος των Στερνών πραγματοποιήθηκαν παλιότερα δοκιμαστικές τομές και καθαρισμός του εσωτερικού και εξωτερικού χώρου (καθηγητής Θ. Καλπαξής), ενώ είχε ξεκινήσει και προσπάθεια αποτύπωσης της Τρύπας του Ανεμόμυλου. Αυτό δεν σημαίνει, βέβαια, ότι οι λαθρανασκαφείς δεν οργιάζουν στην περιοχή, και το διαπιστώνει κανείς όχι μόνο στο εσωτερικό αλλά και στο εξωτερικό των σπηλαίων[6].

Ενδιαφέρον ιδιαίτερο παρουσιάζει η περιοχή και από λατρευτική άποψη. Πολλά από τα τεχνητά σπήλαια-τάφους έχουν μετατραπεί σε εκκλησίδια, με απλή ανέγερση τοίχου εισόδου ή και χωρίς αυτήν (Αγιά Καλή). Όπως το έχει ήδη εξηγήσει ο Paul Faure στη διδακτορική του διατριβή για τις λειτουργίες των τεχνητών σπηλαίων (Faure 1964), οι σπηλαιώδεις ναοί της Κρήτης διαμορφώθηκαν βασικά σε τρεις περιόδους ανέχειας και ανασφάλειας,  κατά τον 13ο και 14ο αιώνα,  κατά τον 17ο και 18ο αιώνα και κατά τη διάρκεια της περιόδου των μεγάλων επαναστάσεων του 19ου αιώνα (1821-1869)  Στην περίπτωσή μας, όμως, θα πρέπει να αποκλειστεί η περίοδος του 13ου -14ου αιώνα, όταν είναι ιστορικά τεκμηριωμένο ότι η περιοχή της Ελεύθερνας ήταν ακατοίκητη. Κι αυτό γιατί, όταν μετά από επανάσταση κατά το δεύτερο τέταρτο του 14ου αιώνα, οι Ενετοί χρειάστηκαν δύο χρόνια για να καταλάβουν την Ελεύθερνα, την εκθεμελίωσαν, εξανδραπόδισαν τους κατοίκους και απαγόρευσαν την επανακατοίκηση και καλλιέργεια των αγρών της (Ξεξάκης 1998, 149). Ο Μπουοντελμόντι αναφέρει μάλιστα ότι η επιβαλλόμενη ποινή σε περίπτωση και απλής παρουσίας ήταν ο θάνατος (Μπουοντελμόντι 1983, 76 και 152). Η περιοχή, λοιπόν, της Ελεύθερνας έμεινε έκτοτε και μέχρι το τέλος της Ενετοκρατίας ακατοίκητη. Δεδομένου, μάλιστα, ότι οι πρώτοι νεοοικιστές εμφανίστηκαν μετά την επανάσταση του 1770, η διαμόρφωση των λαξευτών τάφων σε εκκλησίδια πρέπει να έγινε κατά τον 19ο αιώνα, μέχρι περίπου το 1870. Στο ερώτημα ποιοι ήταν εκείνοι που τα διαμόρφωσαν, θα πρέπει να προσανατολιστούμε λιγότερο στους σποραδικούς οικιστές και περισσότερο σε ασκητές που πρέπει να ζούσαν ήδη στη δασωμένη και «άγρια», όπως χαρακτηρίζεται από τους περιηγητές, περιοχή. Αυτό άλλωστε φαίνεται και από την έντονη λατρεία των ερημιτών αγίων Αντωνίου και Ονουφρίου στην περιοχή (τέσσερα εκκλησίδια αφιερωμένα στον πρώτο και ένα στον δεύτερο). Την υπόθεσή μου αυτή ενισχύει η ύπαρξη στην περιοχή σπηλαιώδους ναού του Αγίου Αντωνίου, στην περιοχή Γυποφάραγγο, για τον οποίο η παράδοση της μονής Αρκαδίου αναφέρει ότι αποτελούσε πρόδρομο μοναστήρι του Αρκαδίου (Βενέρης 1938, 33, εικόνα 8) και αποτελεί μέχρι σήμερα εξάρτημά του. Ερωτηματικά, βέβαια, δημιουργεί η ύπαρξη πολύ κοντά στον Άγιο Αντώνιο ερειπίων εκκλησίας της περιόδου της Ενετοκρατίας. Την υπόθεση, τέλος, της μοναστικής παράδοσης ενισχύει το γεγονός ότι η μονή Αρκαδίου μέχρι το έτος 1956 διέθετε στην περιοχή μεταξύ των οικισμών Ελεύθερνα και Αρχαία Ελεύθερνα εκτεταμένη κτηματική περιουσία, η οποία εκποιήθηκε υπέρ των ακτημόνων κατοίκων τους.

                Η σπηλαιολογική έρευνα της περιοχής δεν είναι πρόσφατη αλλά έχει ιστορία σχεδόν μισού αιώνα. Αμέσως μετά την ίδρυση του Κλιμακίου Κρήτης, την επισκέφθηκαν οι Ελευθέριος Πλατάκης, Paul Faure, Κωστής Ξεξάκης, Νίκος Νιουράκης και Κωνσταντίνος Νικολουδάκης (εικόνα 9). Τα 22 καταγραμμένα από αυτούς σπήλαιά της (από τα 27 συνολικά επώνυμα που έχουμε εμείς εντοπίσει) έχουν αύξοντες αριθμούς στο Σπηλαιολογικό Μητρώο Κρήτης από 290, ο Χαϊνόσπηλιος της Ελεύθερνας, μέχρι 3347, ο Άγιος Αντώνιος της Αλφάς. Από τις συγκεντρώσεις των αυξόντων αριθμών φαίνεται ότι στην περιοχή πρέπει να έγιναν περισσότερες από τρεις αποστολές, πέραν εκείνων του 1963 και 1964 που αναφέρει ο Faure. Οι αποστολές επαναλήφθησαν από το Τοπικό Τμήμα της Δυτικής Κρήτης από το 1995 και εξής και συνεχίζονται μέχρι σήμερα. Σ’ αυτές κατά καιρούς έχουν πάρει μέρος, πέραν του εισηγητή, αρκετά ακόμα μέλη και φίλοι του Τμήματος[7].

Τον Μάιο του 2005, με την καθοδήγησή μας την περιοχή επισκέφθηκαν τα μέλη των ομάδων πεζοπορίας και ορειβασίας των Κέντρων Ανοιχτής Προστασίας Ηλικιωμένων Α΄ και Β΄ Ρεθύμνου και Ανωγείων. Η επίσκεψη είχε, πέραν του ψυχαγωγικού, και θρησκευτικό χαρακτήρα, για την αποκατάσταση του σπηλαιώδους ναού της Αγίας Καλής[8] (εικόνα 10).

Θα προσπαθήσω να συστηματοποιήσω τα πορίσματα των εξερευνήσεων αυτών, με την επισήμανση ότι η καταγραφή όλων των τεχνητών σπηλαίων της περιοχής θα χρειαστεί πολλά ακόμη χρόνια, αφού μάλιστα οι κατά καιρούς βροχοπτώσεις, με τις καταπτώσεις χωμάτων που δημιουργούν, και οι διανοίξεις δρόμων αποκαλύπτουν κάθε τόσο νέα σπήλαια.

 

 

 

ΤΑ ΣΠΗΛΑΙΑ

 

Στέρνες (ΑΣΜΚ 688, κοινός και για τις δύο Στέρνες). Τα εντυπωσιακότερα και πιο γνωστά τεχνητά σπήλαια της περιοχής της Ελεύθερνας είναι ασφαλώς οι Στέρνες, δύο μεγάλες δεξαμενές νερού, που βρίσκονται στο προς δυσμάς αντέρεισμα του κεντρικού λόφου της Αρχαίας Ελεύθερνας, σε υψόμετρο 270 μέτρων. Η διάνοιξή τους, όπως υποθέτουν οι αρχαιολόγοι, ως λατομείων αρχικά, είναι πιθανόν να έγινε στα ελληνιστικά χρόνια και η διαμόρφωσή τους σε υδραγωγεία στα ρωμαϊκά[9]. Και οι δύο Στέρνες έχουν διαστάσεις 40×25×6 μέτρα και είναι διανοιγμένες σε συμπαγή βράχο. Η προς βορρά δεξαμενή διαθέτει δύο εισόδους και η διπλανή τρεις (εικόνα 11). Οι είσοδοι αυτές φωτίζουν το εσωτερικό των Στερνών, γι’ αυτό και οι ντόπιοι τους αποδίδουν το χαρακτηριστικό όνομα «φέξες». Όπως έδειξαν οι δοκιμαστικές τομές που πραγματοποίησε ο καθηγητής Θ. Καλπαξής, η νότια Στέρνα είναι νεότερη της βόρειας (εικόνα 12).

Ο φυσικός βράχος της οροφής και των δύο συγκρατιέται από δέκα τετραγωνικά υποστηρίγματα, τοποθετημένα σε δύο σειρές, διαστάσεων 2,70 μέτρων στην πρώτη Στέρνα και 3,90 μέτρων στη δεύτερη (Faure 1996, 105). Σε πολλά σημεία διακρίνονται στην επιφάνεια του βράχου τα ίχνη από τα λαξευτικά εργαλεία, ενώ σε άλλα φαίνεται το επίχρισμα στεγανοποίησης. Οπωσδήποτε η αφαίρεση 17.000 περίπου κυβικών μέτρων βράχου υπήρξε ένα εντυπωσιακό για τα μέτρα της εποχής έργο και εντυπωσιάζει μέχρι και σήμερα (εικόνα 13). Να σημειωθεί ότι το ύψος των 6 μέτρων δεν είναι και το τελικό, αφού στο εσωτερικό των Στερνών έχουν εναποτεθεί πολλά φερτά υλικά. Από μερικές δοκιμαστικές τομές που έχουν διανοιχτεί στις βάσεις των υποστυλωμάτων φαίνεται ότι το ύψος αυτό θα πρέπει να είναι μεγαλύτερο κατά ένα τουλάχιστον μέτρο.

                Φαίνεται ότι είχε καταβληθεί προσπάθεια οι δύο δεξαμενές να επικοινωνούν μεταξύ τους, όπως τουλάχιστον μας επιτρέπει να υποθέσουμε η διάνοιξη σήραγγας, η οποία όμως είναι αδιέξοδη. Είναι πιθανόν άλλη τέτοια σήραγγα να κρύβεται χαμηλότερα, μέσα στις επιχώσεις. Η τροφοδοσία των δεξαμενών θα πρέπει να πραγματοποιούνταν από την πηγή του Καλού Νερού, σε απόσταση μικρότερη του χιλιομέτρου, η οποία μέχρι σήμερα παρέχει νερό σε ολόκληρη τη διάρκεια του χρόνου (εικόνα 14). Την υπόθεση αυτή ενισχύει η κατά καιρούς εύρεση στο μήκος της διαδρομής πέτρινων αγωγών νερού. Ενισχύεται ακόμη από την εύρεση το έτος 1966 πολύ κοντά στην πηγή, κατά τη διάρκεια εργασιών υδρομάστευσης, αρχαίου υδραγωγείου, αποτελούμενου από κτιστή καμάρα (εικόνα 15).  

 

Ανεμόμυλου Τρύπα. Ως παράρτημα των Στερνών θα πρέπει να θεωρηθεί η Τρύπα του Ανεμόμυλου. Πρόκειται για μια σήραγγα διανοιγμένη στον φυσικό βράχο, μήκους 42 μέτρων, πλάτους κυμαινόμενου από 2 μέχρι 1 μέτρο και μέσου ύψους 2 μέτρων (Faure 1996, 105). Στο φυσικό έδαφός της είχε λαξευτεί πέτρινο επικλινές αυλάκι. Το τέλος της σήραγγας, που πρέπει να βρίσκεται πολύ κοντά στην ανατολική παρυφή  της βόρειας δεξαμενής, αποτελεί ο φυσικός βράχος, διατρημένος στο μέσον περίπου του ύψους του για την δίοδο του νερού και λαξευμένος ορθογωνικά από εκεί και κάτω για την προσαγωγή του νερού στο αυλάκι (εικόνα 16). Η Τρύπα του Ανεμόμυλου είναι, λοιπόν, ουσιαστικά μια στοά προσαγωγής του νερού των Στερνών στις ανατολικές υπώρειες του λόφου της Αρχαίας Ελεύθερνας. Αν και η ηλικία της θα πρέπει να είναι η ίδια με της προς βορρά Στέρνας, με την οποία και επικοινωνούσε, σε αντίθεση μ’ αυτήν, στην οροφή της στοάς έχουν σχηματιστεί αρκετοί μικροί σταλακτίτες, οι περισσότεροι κατεστραμμένοι σήμερα από τις καταστροφές επισκεπτών (εικόνα 17).

 Εντύπωση προκαλεί η ονομασία Τρύπα Ανεμόμυλου, αφού τέτοια κατασκευή δεν αναφέρεται να λειτούργησε ποτέ στην ευρύτερη περιοχή. Αντίθετα τρεις τουλάχιστον νερόμυλοι λειτουργούσαν στο ρεύμα της Χαλοπότας (Δαφέρμος 2006, 72-73 και Στρατιδάκης 2003, 28-29) και ένας πολύ εντυπωσιακότερος αμέσως κάτω από το ρεύμα της Αγίας Παρασκευής, στον δρόμο προς το Αρκάδι. Φαίνεται, λοιπόν, ότι ως ανεμόμυλος εκλήφθηκε από τους εποικιστές της Αρχαίας Ελεύθερνας και της Ελεύθερνας (τότε Αναχουρδομέτοχα) κατά την Τουρκοκρατία ο πιθανότατα βυζαντινός πύργος υποστήριξης της μοναδικής βατής εισόδου προς την Ελεύθερνα από τον νότο. Ο πύργος αυτός, ο οποίος έχει πάρει στροφή γύρω από τον άξονά του,  επισκευάστηκε κατά τη δεκαετία του 1970 (εικόνα 18).

 

Περιστερές (ΑΣΜΚ 1459, ΑΣΜΕ 1619). Εξίσου εντυπωσιακό σπήλαιο με τις Στέρνες είναι ο Περιστερές, στα δυτικά υψώματα του πρανούς Χάρου το Πλάι, σε υψόμετρο 335 μέτρων (GPS Ν 35ο 20,364΄ Ε 0,24ο 40,101΄). Πρόκειται για ένα από τα λατομεία εξόρυξης πωρόλιθου της αρχαίας Ελεύθερνας, που απέχει από τον σημερινό οικισμό της Ελεύθερνας δύο περίπου χιλιόμετρα.

Αρχικά το σπήλαιο ήταν φυσικό και στη συνέχεια διανοίχτηκε για την αποκόμιση οικοδομικού υλικού (εικόνα 20). Με χονδρικές διαστάσεις 35×40×6 μέτρα, το διασωζόμενο τμήμα φαίνεται ότι αποτελεί τμήμα του αρχικού σπηλαίου, του οποίου η οροφή κατέπεσε λόγω ανεπαρκούς στήριξής της με υποστυλώματα φυσικού βράχου. Το τμήμα του λατομείου που κατέπεσε είναι εμφανές στα ανατολικά-βορειοανατολικά (εικόνα 20). Ανεπαρκής είναι, όμως, και η στήριξη του παραμένοντος τμήματος και το γεγονός αυτό έρχεται σε αντίθεση με την πρόνοια επαρκούς στήριξης των Στερνών, στις οποίες παραπάνω αναφερθήκαμε. Και οι δύο σημερινές είσοδοι των δύο -ανισομερών- αιθουσών του που επικοινωνούν μεταξύ τους, διανοίγονται προς τα ανατολικά και είναι δυσδιάκριτες, εξαιτίας της υπερμεγέθους συκιάς που τις καλύπτει. Το σπήλαιο-λατομείο του Περιστερέ έχει στην πραγματικότητα αρκετά μεγαλύτερο ύψος από το διακρινόμενο σήμερα των 6 μέτρων, αφού οι επιχώσεις του από τα απολαξεύματα των λίθινων όγκων αλλά και από τα συσσωρευμένα περιττώματα των αιγοπροβάτων που καταφεύγουν εκεί έχουν άγνωστο ύψος.

Εκείνο που κάνει εντυπωσιακή την επίσκεψη στον Περιστερέ είναι η διάσωση πάνω στον βράχο και στους μη αποκολλημένους τελικά δόμους του όλων των πληροφοριών της τεχνογνωσίας κατάτμησης και αποκόλλησής τους (εικόνα 21). Είναι φανερή επίσης η διαφορετική ποιότητα του πετρώματος, ενώ η κλίση του σπηλαίου από τα ανατολικά προς τα δυτικά οφείλεται στην ίδια την κλίση του πετρώματος, την οποία και ακολούθησε το όρυγμα. Η χρονολόγηση της λατόμευσης δεν είναι ευχερής χωρίς ανασκαφική έρευνα. Από το πλάτωμα, πάντως, μπροστά από το σπήλαιο έχουν συλλεγεί όστρακα διαφόρων περιόδων, με αρχαιότερα μερικά της ύστερης εποχής του χαλκού (Σταμπολίδης 2004, 88).

 

Παπά Σπήλιος. Ένα ακόμη λατομείο, χωρίς Αριθμό Σπηλαιολογικού Μητρώου, είναι εκείνο με το όνομα Παπά Σπήλιος, ακριβώς δυτικά του ρωμαϊκού λουτρού στην περιοχή Παπά Κόλυμπος. Η διάνοιξη δεν έχει προχωρήσει σε μεγάλο βάθος, ενώ, αντίθετα, παρουσιάζει πλατύ μέτωπο (εικόνα 22) και επεκτείνεται και βόρεια του ρεύματος της Αγίας Ελέσας, όπου και έχει περισσότερο σπηλαιώδη μορφή. Και στην περίπτωση αυτή φαίνεται ότι η λατόμευση ξεκίνησε με βάση ήδη υπάρχοντα φυσικά έγκοιλα (πληροφορία Β. Σιμιτζή).

 

Σπήλιος του Σεΐνη (ΑΣΜΚ 2319). Το σπήλαιο αυτό διανοίγεται στην ευρύτερη περιοχή της Χαλοπότας, στην περιοχή με το τοπωνύμιο Φλαμούρι, ελάχιστα αριστερά και ψηλότερα της συμβολής των δύο χειμάρρων. Πρόκειται για μια στοά υδρομάστευσης, μήκους 30 περίπου μέτρων[10], που ο σχηματισμός σταλαγμιτών στην οροφή του δείχνει ότι διανοίχτηκε σε όχι σύγχρονες εποχές (εικόνα 23). Στο ίδιο συμπέρασμα οδηγούν και τα όστρακα των αγγείων, που βρίσκονται τοποθετημένα σε φυσικό «πατάρι», στα μέσα περίπου της στοάς. Εντυπωσιακή για ένα τεχνητό σπήλαιο είναι και η δημιουργία λιθωματικών γουρνών αλλά και μαργαριταριών των σπηλαίων. Κατά τα άλλα η στοά παρουσιάζει κλίση κατά την οριζόντια έννοια στο εσωτερικό της, ενώ στα μέσα της περίπου διακρίνεται και η προσπάθεια διάνοιξης δεύτερου μυχού. Η διάσχισή της είναι αρκετά επώδυνη, τόσο εξαιτίας της πολύ χαμηλής θερμοκρασίας του νερού (8ο C στις αρχές Μαΐου 2005) όσο και εξαιτίας της συσσώρευσης μεγάλων ποσοτήτων λάσπης. Συνιστάται η εκ των προτέρων διάνοιξη του καναλιού του νερού εξωτερικά του σπηλαίου, με την οποία αφαιρείται σημαντική ποσότητα νερού (εικόνα 24).

Ο Σπήλιος του Σεΐνη παρουσιάζει ονοματολογικό και λαογραφικό ενδιαφέρον. Το όνομά του θα πρέπει να σχετίζεται με το μωαμεθανικό Χουσεΐν, γεγονός όχι περίεργο, αφού στον γειτονικό οικισμό Λαγκά διαβιούσε μέχρι και την ανταλλαγή των πληθυσμών το 1924 σημαντικό μουσουλμανικό στοιχείο. Διασώζεται μάλιστα και τοπωνύμιο Στου Σεΐχη, σε περιοχή διάφορη από εκείνη του σπηλαίου (Στρατιδάκης 2003, 23). Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα είναι η λαογραφική του πλευρά, με δύο τουλάχιστον παραδόσεις αποδιδόμενες σ’ αυτό, ενεργές μέχρι σήμερα και δημοσιευμένες σε ανύποπτη εποχή. Στην πρώτη αναφέρεται το κλάψιμο βρέφους στην είσοδό του, το οποίο και παρέλαβε χωρικός που θέριζε σε παρακείμενο χωράφι. Όταν όμως η ώρα έφτασε δώδεκα το μεσημέρι, από το σπήλαιο βγήκε μια γυναίκα φωνάζοντας: «Μωρή καυκαδακούσα!» Στη στιγμή, κατά την παράδοση, το παιδί εξαφανίστηκε από τα χέρια του χωρικού. Η δεύτερη παράδοση αναφέρεται σε βοσκό που πότιζε τα πρόβατά του από τον ποταμό. Ο ίδιος ανέβηκε στο σπήλαιο για να πιει νερό και να γεμίσει το φλασκί του. Σκύβοντας το νερό θολώθηκε και ταυτόχρονα από το βάθος ακούστηκε ένα ηχηρότατο γέλιο νεράιδων (Παπουτσιδάκης 1978, 131-134).

Η μυθολογία του σπηλαίου είναι ιδιαίτερα ισχυρή μέχρι σήμερα στους γνώστες του από τους οικισμούς Λαγκά, Τριπόδος, Αρχαία Ελεύθερνα, Ελεύθερνα και Αλφά. Αναφέρεται, λοιπόν, με πειστικότητα ότι μετά από τα είκοσι-τριάντα μέτρα του βάθους του διανοίγεται μια πελώρια σπηλιά και ότι σε προσπάθεια καθαρίσματος της λάσπης του σπηλαίου βρέθηκε μέσα σ’ αυτήν ένα άθικτο κομμάτι κρέας, το οποίο όταν ήρθε σε επαφή με τον ατμοσφαιρικό αέρα μετατράπηκε σε σκόνη (Νίκος Μαθιουδάκης, κάτοικος Λαγκάς). Σε κάθε περίπτωση, το σπήλαιο είχε χρησιμοποιηθεί κατά περιόδους για την απόκρυψη προϊόντων ζωοκλοπής (εικόνα 25).

 

Πηλιορίκι (ΑΣΜΚ 2820). Βρίσκεται στην περιοχή Κουρουκλές της κτηματικής περιφέρειας του οικισμού Αρχαία Ελεύθερνα, στην ευρύτερη περιοχή Λιάτικα. Είναι ένα τεχνητό σπηλαίωμα, διαμορφωμένο από τις εργασίες αποκομιδής λεπίδας από τους χωρικούς των τριγύρω οικισμών. Πρόκειται για το πέτρωμα άργιλος, που στην Κρήτη ακούγεται με τα ονόματα, λεπίδα και 9 ακόμη παράγωγα (όπως λεμίδι, λεπιδόχωμα, λεπιδιάς, γλυκολεπίδα κ.λπ.) και με τα 10 ακόμη συνώνυμα (όπως γιολύφα, μαυρίκι, φαβετόχωμα, πυργιολίκι, παρασιδόχωμα κ.λπ., Πλατάκης 1981β, 139-140). Η λεπίδα αποτελούσε το τυπικό υλικό στέγασης του κρητικού και αιγαιοπελαγίτικου δώματος και χρειαζόταν ετήσια συμπλήρωση. Αποτελούσε επίσης βασικό συστατικό παρασκευής του αγγειοπλαστικού πηλού, όπως δείχνει άλλωστε και το όνομα τσικαλόχωμα. Είναι πιθανόν ένα μέρος της αργίλου που χρησιμοποιούνταν στις κοντινές Μαργαρίτες να εξορυσσόταν από το Πηλιορίκι. Το υπόλοιπο προέρχονταν από το αντίστοιχο τεχνητό σπήλαιο Τάφρα, στα νότια του οικισμού των Κυνηγιανών (Στρατιδάκης 1998β).

 

 

 

ΣΠΗΛΑΙΩΔΕΙΣ ΕΚΚΛΗΣΙΕΣ

 

Για όλους οικονομίας χώρου θα εξετάσουμε συγκεντρωτικά παρακάτω τις έξι σπηλαιώδεις εκκλησίες της περιοχής, Άγιο Νικόλαο (ΑΣΜΚ 2304), Άγιο Αντώνιο (ΑΣΜΚ 1573), Αγία Καλή ή Κερά Καλή (ΑΣΜΚ 1574), Αγία Άννα (ΑΣΜΚ 1575), Άγιο Κωνσταντίνος και Ελένη (χωρίς ΑΣΜΚ) και Άγιο Γεώργιο (ΑΣΜΚ 1576). Αναφερόμαστε στους πέντε πρώτους σπηλαιώδεις ναούς με τη σειρά που τους συναντούμε κατηφορίζοντας το μονοπάτι από Αγία Παρασκευή, περνώντας την Ελληνική Καμάρα και ανηφορίζοντας προς την πηγή της Αγίας Ελέσας. Ο έκτος σπηλαιώδης ναός βρίσκεται εκτός της διαδρομής αυτής, νοτιοδυτικά της γέφυρας, στο δυτικό πρανές του λόφου, αντιδιαμετρικά με τον Άγιο Αντώνιο, σε μεγαλύτερο όμως ύψος. Οι πέντε πρώτοι ναοί έχουν διαμορφωθεί με στοιχειώδεις κατασκευές μέσα σε τάφους, απλούς ή πιο σύνθετους, της ρωμαϊκής περιόδου. Ο Άγιος Γεώργιος αποτελούσε πριν την ερείπωσή του ολοκληρωμένο κτίσμα, οικοδομημένο κάτω από βραχοσκεπή.

 

Ο Άγιος Νικόλαος (GPS Ν 35ο 20,283΄ Ε 0,24ο 40,267΄) βρίσκεται στην περιοχή της Λαγκάς, στη θέση Αγκαθές, σε υψόμετρο 254 μέτρων. Η διαμόρφωσή του σπηλαίου σε ναό έχει γίνει με την ανέγερση ενός απλού τοίχου στα δυτικά, ο οποίος ούτε καν φτάνει σε ύψος την οροφή του σπηλαίου (εικόνα 26). Η διάρθρωση είναι τριμερής, με την αρχική δημιουργία στο βράχο τριών αψίδων, για δημιουργία οικογενειακού τάφου. Ο ναός συνεχίζει μέχρι σήμερα να λειτουργείται.

 

Ο Άγιος Αντώνιος (GPS Ν 35ο 20,291΄ Ε 0,24ο 40,231΄) βρίσκεται χαμηλότερα, σε απόσταση 300 μέτρων, ακριβώς απέναντι από το ανατολικό βάθρο της Ελληνικής Καμάρας, σε υψόμετρο 210 μέτρων. Είναι οικοδομημένος κάτω από βραχοσκεπή μήκους 14 μέτρων, κατά-λαμβάνοντας μόνο τα 5 μέτρα από αυτά (εικόνα 27). Για την κατασκευή της Αγίας Τράπεζας έχει χρησιμοποιηθεί οικοδομικό υλικό της αρχαιότητας. Ο ναός έχει αρκετά χρόνια να λειτουργηθεί, προφανώς εξαιτίας της πληθώρας των ομώνυμων ναών της περιοχής.

 

Η Αγία Καλή ή Κερά Καλή (GPS Ν 35ο 20,449΄ Ε 0,24ο 40,133΄) βρίσκεται στην απέναντι πλευρά του φαραγγιού, λίγο έξω και πάνω από το κεντρικό μονοπάτι, που οδηγεί στην πηγή της Αγίας Ελέσας. Η περίπτωση του τεχνητού αυτού σπηλαίου είναι περισσότερο ενδιαφέρουσα αρχιτεκτονικά και σπηλαιολογικά, αφού συγκροτείται από τρεις λαξευτούς θαλάμους των τριών ταφών ο καθένας, και από διάδρομο εισόδου (εικόνα 28). Το μέσο ύψος του τάφου, στον οποίο δεν έχει πραγματοποιηθεί καμία επέμβαση για διαμόρφωση σε ναό, είναι 1,10 μέτρα. Οπωσδήποτε στο δάπεδό του υπάρχουν επιχώσεις, φαίνεται όμως ότι και το αρχικό ύψος δεν ήταν σημαντικά μεγαλύτερο (εικόνα 29). Το δάπεδο του σπηλαιώδους ναού είναι διάσπαρτο από μεγάλη ποσότητα κεραμικής, νεότερης και αρχαίας.

Ενδιαφέρον παρουσιάζει η αφιέρωση του ναού σε αγία η οποία δεν έχει σημαντική θέση στο χριστιανικό εορτολόγιο. Ο Ελευθέριος Πλατάκης (Πλατάκης 1979 και Πλατάκης 1981α) έκανε την υπόθεση ότι πρόκειται για την Αγία Άννα, μητέρα της Παναγίας, η οποία αναφέρεται μ’ αυτό το όνομα στο Μοιρολόι της Παναγίας, τα κάλαντα δηλαδή της Μεγάλης Παρασκευής. Η υπόθεση θεώρησε βασιμότερη από το γεγονός ότι λίγο παραπάνω από το εκκλησίδιο βρίσκεται σπηλαιώδης ναός της Αγίας Άννας και από το ότι η τοπική παράδοση ανέφερε ότι η εκκλησία της Αγίας Καλής ουδέποτε είχε λειτουργηθεί (στο Μοιρολόι η Παναγία καταριέται την αγία Καλή να μη λειτουργηθεί), απλά οι περαστικοί χωρικοί άναβαν το καντήλι της. Σε κάθε περίπτωση το θέμα της αφιέρωσης ναών σ’ ολόκληρη την Ελλάδα στο όνομα της Αγίας Καλής ερευνάται σήμερα από τη Λαογραφία[11].

 

Η Αγία Άννα (GPS Ν 35ο 20,479΄ Ε 0,24ο 40,090΄) είναι κι αυτή οικογενειακός τάφος της ρωμαϊκής περιόδου[12], λαξευμένος σε υψόμετρο 215 μέτρων (εικόνα 30). Βρίσκεται ανάμεσα σ’ ένα συγκρότημα παρόμοιων λαξευτών τάφων, ανεπτυγμένων τόσο κατά την οριζόντια όσο και κατά την κατακόρυφη έννοια (εικόνα 31). Ο παλαιότερος κάτοικος της περιοχής (Νικόλαος Μαθιουδάκης) θυμάται ότι η εκκλησία λειτουργήθηκε κατά το παρελθόν τουλάχιστον μία φορά. Σήμερα είναι έρμαιο των αιγοπροβάτων.

 

Ο Άγιος Κωνσταντίνος και Αγία Ελένη (ΑΣΜΚ 1518) βρίσκεται πάνω ακριβώς από την πηγή της Αγίας Ελέσας, δίπλα στο κεντρικό μονοπάτι. Ο Paul Faure σε δημοσιεύσεις του την ονομάζει Αγία Ελέσα (Faure 1979, 69 και Faure 1965, 44), όπως και ο Πλατάκης στο προαναφερθέν άρθρο, πράγμα που απορρίπτουν όμως κατηγορηματικά οι κάτοικοι της περιοχής. Από την άλλη πλευρά, δεν μπορούν να δώσουν εξήγηση για την επιβίωση του τοπωνυμίου Αγία Ελέσα, το οποίο προϋποθέτει ναό, είτε αφιερωμένο στην Παναγία Ελεούσα είτε στην Αγία Ελέσα των Κυθήρων. Σε κάθε περίπτωση ο Ελευθέριος Πλατάκης μέχρι τουλάχιστον το έτος 1970 έκανε δια-χωρισμό των δύο ναών, δίνοντας στην Αγία Ελέσα ΑΣΜΚ 3626 (Πλατάκης 1970, 126). Δεν γνωρίζουμε πού συνάντησε τέτοια εκκλησία (αναφέρει ότι την επισκέφθηκε στις 19.8.1964 μαζί με τους Paul Faure και Χρίστο Μακρή και την τοποθετεί σε υψόμετρο 300 μ., αποδίδοντάς της διαστάσεις 3×3×2 μ.). Ο σημερινός, πάντως, ναός του Αγίου Κωνσταντίνου και Ελένης υπήρξε δίχωρος οικογενειακός τάφος και διασώζει, πέραν των τυπικών για την αφιέρωσή του εικόνων, έντυπη εικόνα της Παναγίας της Μυρτιδιώτισσας, προερχόμενη από το ομώνυμο μοναστήρι των Κυθήρων[13]. Λειτουργείται κάθε χρόνο, όχι στις 21 Μαΐου, αλλά μέσα στο Δεκαπενταύγουστο (εικόνα 32).

 

Ο Άγιος Γεώργιος (ΑΣΜΚ 1576) συμπληρώνει την εξάδα των σπηλαιωδών ναών του φαραγγιού της Ελεύθερνας[14]. Βρίσκεται στην ομώνυμη περιοχή, που καλύπτεται από το ευρύτερο τοπωνύμιο Λυγαρές, αρκετά ψηλότερα από την Χαλοπότα (εικόνα 33). Ο ναός στο εσωτερικό του σπηλαίου έχει εγκαταλειφθεί και βρίσκεται σε ερειπιώδη κατάσταση. Οπωσδήποτε πρόκειται για ένα από τα ελάχιστα παραδείγματα αυτοτελών εκκλησιαστικών κτισμάτων στην Κρήτη που οικοδομήθηκαν μέσα σε σπήλαιο ή κάτω από βραχοσκεπή. Ο συγκεκριμένος μάλιστα ναός φαίνεται από τα ερείπιά του ότι ήταν ιδιαίτερα προσεγμένος. Είναι πολύ πιθανόν κατά την οικοδόμησή του να είχε χρησιμοποιηθεί οικοδομικό υλικό της αρχαίας Ελεύθερνας ή να είναι χτισμένος στη θέση παλιότερου ιερού (εικόνα 34).

 

Τσικούδη Σπήλιος. Θα τελειώσω την αναφορά μου στα επώνυμα τεχνητά σπήλαια της περιοχής της Ελεύθερνας με του Τσικούδη τον Σπήλιο (ΑΣΜΚ 1458, ΑΣΜΕ 3627). Βρίσκεται στην περιοχή Μνήματα της Αλφάς, σε υψόμετρο 300 μέτρων. Κατά τον Πλατάκη και τον Faure, που τον επισκέφθηκαν τον Αύγουστο του 1964, είναι ένα τεχνητό σπήλαιο-γαλαρία (εικόνα 35). Πιστεύω, όμως, ότι, όπως και άλλα σπήλαια της περιοχής, υπήρξε φυσικό σπήλαιο-κοίτη παλιότερου υπόγειου ποταμού, στο οποίο οι άνθρωποι έκαναν μερικές διευθετήσεις (εικόνα 35). Είναι πιθανόν παλιότερες γεωλογικές μεταβολές να οδήγησαν τα νερά του στην πολύ κοντά ευρισκόμενη πηγή της Αγίας Ελέσας. Έχει μήκος 42,5 μέτρα, πλάτος από 1,8 μέχρι 2,10 μέτρα και ύψος κυμαινόμενο από 0,5 ως 1 μέτρο. Στο βάθος καταλήγει σε μικρή θολωτή στοά μήκους 2,70 και ύψους 0,95 μέτρων, που χωρίζεται κατά μήκος στα δύο από λίθινο όγκο. Το σπήλαιο φαίνεται να συνεχίζει για τουλάχιστον 15 μέτρα, με μια αξιόλογη σε διάκοσμο αίθουσα. Για την εξερεύνηση του τμήματος αυτού, όμως, απαιτείται διάνοιξη, εξαιρετικά δυσχερής[15] (εικόνα 36).

Ο Faure εντόπισε σποραδικά στο σπήλαιο όστρακα μελαμβαφή ή με απλό κιτρινωπό επίχρισμα, θραύσματα μεγάλων αγγείων βυζαντινής και ενετικής περιόδου και κομμάτια αγγείων του 19ου αιώνα. Τα όστρακα δεν λείπουν και σήμερα, που το σπήλαιο λαθρανασκάπτεται. Δύο τεχνητοί τοίχοι, οικοδομημένοι με γωνιασμένους δόμους στο πρώτο τμήμα του σπηλαίου, κατά το ψευδοϊσοδομικό περίπου σύστημα, έχουν καταρρεύσει. Κατά τόπους διαθέτει υποτυπώδη σταλαγμιτικό διάκοσμο. Το όνομά του το οφείλει στον παλιότερο ιδιοκτήτη της γύρω έκτασης (Τσικουδάκης). Χρησιμοποιήθηκε κατά περιόδους για απόκρυψη ανθρώπων, τιμαλφών αλλά και προϊόντων ζωοκλοπής.

 Θα μακρηγορούσαμε, αν αναφερόμασταν σε μια σειρά ακόμη επώνυμων σπηλαίων της περιοχής, όπως του Αμέτη το Σπηλιάρι (Αχμέτ Σπηλιάρι, η Αλφά κατοικούνταν κατά τον 19ο αιώνα από σημαντικό ποσοστό μωαμεθανικού πληθυσμού), τους Ανωγειαστούς Σπήλιους της Ελεύθερνας, τον Άγιο Αντώνιο της Αλφάς στη θέση Κουρτινιανά (σπηλαιώδης ναός σε φυσικό έγκοιλο και σήμερα ογκώδης ακαλαίσθητος εκτός σπηλαίου ναός, εικόνα 37) και τον Αστρακόσπηλιο και της Τρύπας το Λακκούδι της Αρχαίας Ελεύθερνας.

Πιστεύω, και δεν είμαι ο μόνος, ότι η επίσκεψη στην περιοχή που περιγράψαμε παρουσιάζει ενδιαφέρον και πέραν του σπηλαιολογικού. Και δεν εννοώ εδώ τους τρεις ανασκαφικούς τομείς της Ελεύθερνας, με το ούτως ή άλλως μεγάλο αρχαιολογικό τους ενδιαφέρον. Εννοώ την ευρύτερη περιοχή της Χαλοπότας, που διαθέτει όχι μόνο τα 14 τεχνητά σπήλαια που παρουσίασα αλλά και δεκάδες έως εκατοντάδες άλλα. Σ’ αυτά θα μπορούσαμε να προσθέσουμε και τις 36 τουλάχιστον γνωστές τεχνητές δεξαμενές νερού στον ελληνιστικό οικισμό της περιοχής Νησί του οικισμού Ελεύθερνα, μερικές από τις οποίες παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον (Guy-Matheron, 1994, εικόνα 38) αλλά και τη στοά υδρομάστευσης που οδηγεί το νερό στην κρήνη στο Πηγαϊδάκι (εικόνα 39).

Στα επώνυμα σπήλαια θα προσθέταμε το σπήλαιο Κολακιές (ΑΣΜΚ 2514) πάνω από τον Άγιο Γεώργιο, το Α(χ)μέτη Σπηλιάρι (ΑΣΜΚ 1719) στην περιοχή Τσικουδομάσκαλο Ελεύθερνας, τον Αστρακόσπηλιο (ΑΣΜΚ 2818), ανατολικά του Πύργου της Αρχαίας Ελεύθερνας, της Τρύπας το Λακκούδι (ΑΣΜΚ 2819) στη θέση Πηγαϊδάκι της Αρχαίας Ελεύθερνας και το λατομείο Καντονάδες στη θέση Κολακιές της Ελεύθερνας.

Αλλά πέρα κι από αυτά, η περιοχή της Χαλοπότας είναι όμορφη εξαιτίας της βλάστησής της, τυπικής παραποτάμιας της Κρήτης αλλά τόσο δυσεύρετης πια σήμερα στο νησί[16].

 

 

 

 

 

 

Βιβλιογραφία

 

ΒΕΝΕΡΗΣ 1938: Τ. Βενέρης, Το Αρκάδι δια των αιώνων, Αθήναι.

ΔΑΒΑΡΑΣ 1967: Κ. Δαβάρας, «Πρινές Μυλοποτάμου (Ελεύθερνα), Αρχαιολογικόν Δελτίον, 22, 500-501.

ΔΑΦΕΡΜΟΣ 2006: Α. Δαφέρμος, «Νερόμυλοι του Μυλοποτάμου», Πρακτικά Διεθνούς Συνεδρίου Ο Μυλοπόταμος από την αρχαιότητα ως σήμερα, Ρέθυμνο, 57-74.

ΔΕΙΚΤΑΚΗΣ 1994:  Αθ. Δεικτάκης, Ημερολόγιο έτους 1994 Συλλόγου Προβολής Κισσάμου «Η Γραμπούσα», Κρήνες.

ΔΗΜΗΤΡΟΚΑΛΛΗΣ 1998, Γ. Δημητροκάλλης, «Η Αγία Καλή», Λαογραφία 39, 309-329.

FAURE 1965, «Recherches sur le  peuplement des montagnes de Crete: sites, caverns et cultes», Bulletin de Correspondance Hellénique,  44-48.

FAURE 1964: P. Faure,  Fonctions des cavernes Crétoises, Paris, École Francaise d’ Athenes.

FAURE 1979: P. Faure, «Eglises Crétoises sous roche», Κρητολογία  9, 53-83.

FAURE 1996: P.Faure, Τα ιερά σπήλαια της Κρήτης, Ηράκλειον, Βικελαία Βιβλιοθήκη.

GUARDUCCI 1939: Μ. Guarducci, Inscriptiones Creticae, v. ΙΙ, Rome.

GUY και MATHERON 1994: M. Guy και M.F.Matheron M.F., «Les citernes d’ Eleutherna», Ελεύθερνα-Τομέας ΙΙ. 2. Ένα ελληνιστικό σπίτι (σπίτι Α) στη θέση Νησί, επιμ. Θ. Καλπαξής, Ρέθυμνο, 28-46.

ΚΑΜΗΛΑΚΗΣ 2000, Π. Καμηλάκης, «Κρητική Πολιτεία. Οι πάροικοι στην πόλη των Χανίων. Καταγωγή, επαγγέλματα και πληθυσμιακά στοιχεία», στο αφιέρωμα της εφημερίδας Χανιώτικα Νέα, Κρητική Πολιτεία 10, 10-18.

ΜΠΟΥΟΝΤΕΛΜΟΝΤΙ 1983: Χρ. Μπουοντελμόντι, Ένας γύρος της Κρήτης στα 1415. Περιγραφή της νήσου Κρήτης, επιμ. Μάρθα Αποσκίτη, Ηράκλειο.

ΞΕΞΑΚΗΣ 1998: Κ. Ξεξάκης, Επιλογή δημοσιευμάτων 1937-1997, Σύνδεσμος Φιλολόγων Νομού

 Ρεθύμνης, Ρέθυμνο.

ΠΑΠΟΥΤΣΙΔΑΚΗΣ 1978: Ν. Παπουτσιδάκης, «Θρύλοι και παραδόσεις», Κρητική Εστία τ.

 228-229, 131-134.

ΠΕΤΡΟΥΛΑΚΗΣ 1914: Ε. Πετρουλάκης, «Η προϊστορική γέφυρα της Ελευθέρνης», Αρχαιολογική Εφημερίς 1914, 230-232.

ΠΛΑΤΑΚΗΣ 1970: Ε. Πλατάκης, «Σπήλαια και άλλαι καρστικαί μορφαί της Κρήτης»,  Δελτίον Ελληνικής Σπηλαιολογικής Εταιρείας 8, 124-131.

ΠΛΑΤΑΚΗΣ 1979: Ε. Πλατάκης, «Αγιώνυμα (και τα συναφή) σπήλαια της Κρήτης», Κρητολογία 8, 5-18.

ΠΛΑΤΑΚΗΣ 1981α: Ε. Πλατάκης, «Σπήλαιο της Αγίας Καλής στην Ελεύθερνα Μυλοποτάμου Κρήτης», Προμηθεύς ο Πυρφόρος, περίοδος Β΄, 23, 47-49.

ΠΛΑΤΑΚΗΣ 1981β: Ε. Πλατάκης, «Δημώδη ονόματα ορυκτών και πετρωμάτων της Κρήτης», Κρητολογία, τ. 12-13, 113-162.

ΡΗΓΑΤΟΣ 1992: Γερ. Ρηγάτος, Η υγεία του παιδιού στη λαϊκή μας παράδοση, Αθήνα-Γιάννινα.

SPRATT 1865: Τ.Α.Β. Spratt, Travels and Researches in Crete, London, v. 2.

ΣΤΑΜΠΟΛΙΔΗΣ 2004: Ν. Σταμπολίδης (επιμ.), Ελεύθερνα. Πόλη-Ακρόπολη-Νεκρόπολη, Αθήνα.

ΣΤΡΑΤΙΔΑΚΗΣ 1995: Χ. Στρατιδάκης, «Η ελληνική γέφυρα της Ελεύθερνας», Ρεθεμνιώτικα Νέα 6-12-1995.

ΣΤΡΑΤΙΔΑΚΗΣ 1998α, Χ. Στρατιδάκης (επιμ.), Σε χώρους πρωτόγνωρους και μυστηριακούς. Τα σπήλαια του νομού Ρεθύμνης, Ρέθυμνο, Τμήμα Περιβαλλοντικής Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης.

ΣΤΡΑΤΙΔΑΚΗΣ 1998β, Χ. Στρατιδάκης (επιμ.), Μητρώο σπηλαίων νομού Ρεθύμνης (ηλεκτρονική έκδοση), Ρέθυμνο, Τμήμα Περιβαλλοντικής Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης.

ΣΤΡΑΤΙΔΑΚΗΣ 2003: Χ. Στρατιδάκης, Λαγκά Μυλοποτάμου. Περιβάλλον, άνθρωποι, ιστορία, πολιτισμός, Αθήνα.

ΤΣΟΥΔΕΡΟΣ 1995: Γ.Ε. Τσουδερός, «Πώς οι Κρητικοί του νομού Ρεθύμνου επεσήμαναν την ύπαρξη υπόγειας φλέβας νερού και πώς έφτιαχναν ένα πηγάδι και μια στέρνα για πόσιμο νερό από τον 19ο αιώνα κι ως το 1965», Πεπραγμένα Ζ΄ Διεθνούς Κρητολογικού Συνεδρίου, τ. Γ2, 609-657.

ΧΑΤΖΗΓΑΚΗΣ 1954: Σ. Χατζηγάκης, Εκκλησίες της Κρήτης. Παραδόσεις, Ρέθυμνο.

 



[1] The artificial caves in the area of Eleftherna Milopotamos by Charis STRATIDAKIS.

[2] Ο καθηγητής Ν. Σταμπολίδης χρονολογεί τη νεκρόπολη αυτή στα Ρωμαϊκά/υστερορρωμαϊκά, ενδεχομένως και ελληνιστικά χρόνια (Σταμπολίδης 2004, 142).

[3] Το σπήλαιο αυτό, στην πραγματικότητα στοά υδρομάστευσης και στη συνέχεια μεγάλων διαστάσεων τεχνητή δεξαμενή αποθήκευσης νερού, εξερευνήσαμε με τους Στέλιο Λεωνιδάκη και Μπάμπη Σκεπετζάκη (Τοπικό Τμήμα Ε.Σ.Ε. Δυτικής Κρήτης) τον Δεκέμβριο του 2006.

[4] Για τα σπήλαια Αγίου Αντωνίου Μαργαριτών και Αγίου Ονουφρίου Τριπόδου αναλυτική παρουσίαση έκανε στο Συμπόσιο ο Κώστας Παπαδάκης (Τ. Τ. Ε.Σ.Ε. Δυτικής Κρήτης), ο οποίος και τα δημοσιεύει στα ανά χείρας Πρακτικά.

[5] Μια άλλη ετυμολόγηση, λιγότερο πιθανή, του τοπωνυμίου αναφέρεται στο επίθετο καλός και στο ρήμα πίνω = Καλοπότα (Σταμπολίδης 2004, 99).

[6] Είναι γνωστό ότι τουλάχιστον πέντε από τα γνωστά χρυσά ορφικά ελάσματα προέρχονται από αυτήν ακριβώς την περιοχή. Όπως γράφει ο P. Faure «Είχα την τύχη το 1963 και 1964 να επισκεφθώ την Αλφά και να έρθω σε επαφή με τους τελευταίους μάρτυρες της ανακάλυψης, που έγινε το 1893. Ο ένας από αυτούς, γεννημένος το 1870, ο Γ. Καφάτος, τοποθέτησε το εύρημα στη θέση Μνήματα, σε απόσταση 1.800 μέτρων ψηλότερα από το χωριό προς νότο, σε υψόμετρο 260 μέτρων, όχι μακριά από μια υπόγεια εκκλησία». Εκεί, όχι μακριά από την υπόγεια εκκλησία, και πιθανώς μέσα στην εκκλησία της Αγίας Καλής, βρέθηκαν τα τρία από τα ελάσματα». Παρακάτω αναφέρει: «Δύο χρυσά ελάσματα, ανάλογα με τα τρία πρώτα, μόλις δημοσιεύτηκαν το 1958. Ο κ. Ν. Βερδελής γράφει: Κατά την βεβαίωσιν του πωλήσαντος ευρέθησαν εντός τάφων παρά την Ελεύθερναν της Κρήτης, γεγονός που τα τοποθετεί στην ίδια περιοχή» (Faure 1965,  44, μετάφραση δική μου). Στην εκκλησία της Αγίας Καλής διασώζεται μέχρι σήμερα μεγάλη ποσότητα κεραμικής, τεμαχισμένη από τους λαθρανασκαφείς. Για τα ελάσματα, βλ. επίσης Guarducci 1939, 168-169.

[7] Σε αποστολές κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας έχουν πάρει μέρος οι Βασίλης Σιμιτζής, Στέλιος Λεωνιδάκης, Γιώργος Καλούδης, Κωστής Παπαδάκης, Ειρήνη Κλάδου, Μπάμπης Σκεπετζάκης, Νίκος Φραγκομανωλάκης, Μαρία Λαγκουβάρδου, Κωνσταντίνα Αρετάκη, Κατερίνα Τζουγανάκη και άλλοι, τα ονόματα των οποίων δεν έχω συγκρατήσει.

[8] Την περιοχή είχα πρωτοεπισκεφθεί με τους καταγόμενους από τη γειτονική Λαγκά ιερέα Τσερβάκη Πέτρο και τον πρόεδρο του Πολιτιστικού Συλλόγου Λαγκάς (έδρα Αθήνα) Σπινάκη Βασίλη, τους οποίους θα ήθελα να ευχαριστήσω θερμά και από τη θέση αυτή. Τον Μάιο του 2005 την αποστολή συνόδευσε και ο Λεωνιδάκης Στέλιος (Τ.Τ. Ε.Σ.Ε. Δυτικής Κρήτης).

[9] Οι πιθανές χρονολογήσεις διάνοιξης των Στερνών αναφέρονται στα αρχαϊκά, στα υστεροκλασικά/ελληνιστικά και στα ρωμαϊκά χρόνια (Σταμπολίδης 2004, 101-102). Ο καθηγητής Π. Θέμελης χρονολογεί την λατόμευσή τους στα αρχαϊκά χρόνια.

[10] Παρόμοια υδρομαστευτική στοά αλλά πολύ μεγαλύτερο σε μήκος διανοίγεται στον αρχαιολογικό χώρο της αρχαίας Πολυρρήνιας. Η στοά, μήκους 300 περίπου μέτρων, καταλήγει στη λεγόμενη «Βρύση του Πύργου» και χρονολογείται στα χρόνια του αυτοκράτορα Αδριανού. Εξερευνήθηκε πρόχειρα, όχι από σπηλαιολόγους, κατά τη δεκαετία του 1970 (Δεικτάκης 1994) .

[11] Στην εισήγησή μου στο Συμπόσιο, στηριζόμενος στις παραπάνω αναφορές του Ελ. Πλατάκη, υποστήριξα ότι η Αγία Καλή δεν είναι υπαρκτή στο χριστιανικό εορτολόγιο. Ο παλαίμαχος σπηλαιολόγος και φίλος Αντώνης Πλυμάκης μου επέστησε την προσοχή στο γεγονός ότι η αγία, αν και άγνωστη στους συναξαριστές, στην πραγματικότητα είναι υπαρκτή, οπότε και έψαξα περισσότερο το θέμα αυτό, το οποίο από παλιά ερευνάται από τη Λαογραφία. Όλες τις σχετικές απόψεις και συγκεντρωτική βιβλιογραφία μπορεί ο αναγνώστης να βρει στο Δημητροκάλλης 1998, 309-329. Εκκλησίες αφιερωμένες στην Αγία Καλή έχουν εντοπιστεί στη Νάουσα της Πάρου, στην Ψάθα Κιμώλου, στην Σκιάθο, στην Μυτιλήνη, στην Ίμβρο και στη Σίκινο. Στο τελευταίο αυτό νησί, στον ναό της Μεταμόρφωσης του Σωτήρα στη Χώρα, διασώζεται και τοιχογραφία της Αγίας Καλής. Η υπόθεση, λοιπόν, του Ν. Σταμπολίδη για κατ’ ευφημισμό ονοματοδότηση (Σταμπολίδης 2004, 140), ανατρέπεται από τις παραπάνω μελέτες. Με σκεπτικισμό θα πρέπει να αντιμετωπιστεί ο ισχυρισμός του ίδιου ότι ο εντόπιος Ν. Τζανιδάκης του υπέδειξε σπηλαιώδη εκκλησία Αγίας Γαλατούς, στην οποία οι πιστοί είχαν εναποθέσει τα πρώτα ενδύματα νεογέννητων. Δεν μπόρεσα να επιβεβαιώσω την ύπαρξη της εκκλησίας, η οποία πιθανόν να συγχέεται με το ομώνυμο αγίασμα –σήμερα εκκλησία- στα Καψαλιανά Ρεθύμνου, μοναδική που έχει αναφερθεί στην Κρήτη   (Χατζηγάκης 1954, 57, Ρηγάτος 1992, 49-53 και Στρατιδάκης 1998α, 20). Οπωσδήποτε η υποδεικνυόμενη στην φωτογραφία της σελίδας 141 εκκλησία δεν είναι αφιερωμένη στην Παναγία αλλά στην μητέρα της Αγία Άννα. Κατ’ επέκταση το συμπέρασμα ότι η λατρεία της Παναγίας των επιτόκων διαιωνίζει ιδιότητες του ιδρυτή της πόλης Ελεύθερνα Ελευθήρα είναι αστήρικτο, όπως και οι περισσότεροι παρόμοιοι ισχυρισμοί περί αδιάκοπης λατρείας.

[12] Ο Ε. Πλατάκης χρονολογεί τους λαξευτούς τάφους της περιοχής στον Ε΄ μ.Χ. αιώνα, οπωσδήποτε χωρίς τεκμηρίωση (Πλατάκης 1981α, 47).

[13] Δεν γνωρίζουμε αν η μικρών διαστάσεων αυτή εικόνα αφιερώθηκε στο ναό επειδή ίσως παλιότερα ήταν αφιερωμένος στον Αγία Ελέσα ή επειδή κάποιος πιστός την αγόρασε από τα Κύθηρα και την αφιέρωσε, επηρεασμένος από το τοπωνύμιο της περιοχής. Η δεύτερη περίπτωση φαίνεται πιθανότερη. Προσωπικά προσανατολίζομαι στην υπόθεση ότι στην Αγία Ελέσα αρχικά ήταν αφιερωμένο άλλο σπήλαιο, ακριβώς δίπλα και νότια από την ομώνυμη πηγή, το οποίο καταστράφηκε από τις ρίζες του παρακείμενου πλατάνου. Η σχέση, πάντως, Κυθήρων και Κρήτης τεκμηριώνεται από πολλά γεγονότα. Αναφέρω εδώ πρόχειρα ότι στη πόλη των Χανίων αλλά και στην ευρύτερη περιοχή τους, ιδιαίτερα στον οικισμό Χωραφάκια Ακρωτηρίου, μαρτυρείται σημαντική παροικία Κυθηρίων, μέχρι τουλάχιστον την επανάσταση του 1866. Επίσης, τμήματα των Κυθηρίων οικογενειών των Μοάτσων, Καλοκαιρινών και Τριφύλληδων εγκαταστάθηκαν στην Κρήτη και διέπρεψαν (Καμηλάκης 2000, 10-18). Τμήμα της οικογένειας Τριφύλλη, μάλιστα, είχε εγκατασταθεί στο Ρέθυμνο. Είναι γνωστό, επίσης, ότι ο δάσκαλος Ζαχαρίας Πρακτικίδης (1774-1845), που δίδαξε πριν την επανάσταση του 1821 στο Ρέθυμνο και στη μονή Θυμιανής στα Σφακιά, καταγόταν από τα Κύθηρα, γι’ αυτό και ακουγόταν περισσότερο ως Τσιριγώτης.

[14] Στον σπηλαιώδη ναό του Αγίου Γεωργίου, όπως και στον Γουμένου Σπήλιο, με οδήγησε ο κάτοικος Λαγκάς Μάρκος Μαθιουδάκης τον Νοέμβριο του 2006. Ο ίδιος μου είχε υποδείξει παλιότερα του Τσικούδη τον Σπήλιο. Τον ευχαριστώ θερμά και από τη θέση αυτή.

[15] Τον Ιανουάριο 2007, με τους σπηλαιολόγους Γ. Καλούδη, Στ. Λεωνιδάκη και Χ. Σκεπετζάκη επιχειρήσαμε διάνοιξη, η οποία απέτυχε εξαιτίας των δυσχερειών που παρουσιάστηκαν αλλά και της επικινδυνότητας του εγχειρήματος.

[16] Στην περιοχή ο ενδιαφερόμενος, πέραν των παραπάνω, μπορεί να επισκεφθεί τις ανασκαφές στις θέσεις Κατσιβέλος, Ορθή Πέτρα, Πυργί, Νησί και Παπά Κόλυμπος, τον ελληνιστικό-βυζαντινό πύργο, την εκφορική ελληνιστική γέφυρα, τα ερείπια της αντίστοιχης γέφυρας στο ρεύμα της Αγίας Κυριακής, τον θολιαστό νερόμυλο του Τσερβοπέτρου, την κατοικία του μυλωνά και το διασωζόμενο καλντεριμωτό μονοπάτι από την Ελληνική Καμάρα μέχρι την Αγία Ελέσα.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Αναδιφώντας το χθες 213. Τόσο κοντά μας και τόσο άγνωστοι: Περιαστικοί οικισμοί του Ρεθύμνου (1)

 Χάρηκα διαβάζοντας προ καιρού ένα άρθρο του Γιώργου Καλογεράκη για τα Μετόχια νοτίως της πόλης, μερικά από τα οποία διασώζουν τα ιστορικά τ...